- στολάρχου
- στόλαρχοςmasc gen sgστολάρχηςcommander of a fleetmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στολαρχία — ή, ΝΑ [στολάρχης] η θέση και το αξίωμα τού στολάρχου … Dictionary of Greek
στολαρχίδα — η / στολαρχίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. η ναυαρχίδα, πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο στόλαρχος 2. το σήμα τού στολάρχου αρχ. (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) η αρχηγός τού στόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολάρχης + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ναναρχ ίδα)] … Dictionary of Greek
Κόχραν, Τόμας Αλεξάντερ — (Thomas Alexander Cochrane, Άνσφιλντ 1775 – 1860). Άγγλος ναύαρχος. Κατατάχθηκε σε ηλικία 18 ετών στο βρετανικό ναυτικό και διακρίθηκε για τις ικανότητες και τη γενναιότητά του. Στα πρώτα του κατορθώματα συγκαταλέγεται η δίωξη της πειρατείας στη… … Dictionary of Greek